-
1 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
2 бытовой
επ.της καθημερινής ζωής•-ые условия οι συνθήκες της καθημερινής ζωής•
-ое явление φαινόμενο καθημερινής ζωής•
бытовой уклад τα ήθη και έθιμα•
стать -ым явлением γίνομαι συνηθισμένο φαινόμενο•
-ые предметы αντικείμενα καθημερινής (η οικιακής) χρήσης.
-
3 материальный
материальн||ыйприл1. οἰκονομικός:\материальныйое положение ἡ οἰκονομική κατάσταση [-ις]· \материальныйая помощь ἡ χρηματική βοήθεια· \материальныйая зависимость ἡ οἰκονομική ἐξάρτηση· \материальныйые условия οἱ συνθήκες τής ὑλικής ζωής· испытывать \материальныйые затруднения δοκιμάζω οίκονομικές δυσκολίες·2. филос. ὑλικός:\материальныйый мир ὁ ὑλικός κόσμος· ◊ \материальныйая часть тех. τό ὑλικόν, ἡ σκευή. -
4 жилищный
жилищный της κατοικίας \жилищныйое строительство η οικοδόμηση κατοικιών \жилищныйые условия οι συνθήκες κατοικίας \жилищный кризис η κρίση κατοικίας* * *жили́щное строи́тельство — η οικοδόμηση κατοικιών
жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας
жили́щный кри́зис — η κρίση κατοικίας
-
5 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
6 обстановка
1. (ситуация, условия) οι συνθήκες, οι περιστάσεις (πλ.) 2. (меблировка) η επίπλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстановка
-
7 жилищный
жили́щ||ныйприл τής κατοικίας:\жилищныйное строительство ἡ οίκοδόμηση κατοικιών, τό κτίσιμο σπιτιών \жилищныйные условия οἱ συνθήκες κατοικίας· \жилищныйный кризис ἡ κρίση κατοικίας. -
8 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
9 материальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноυλικός, των υλικών οικονομικός•материальный склад αποθήκη υλικών•
-ое положение υλική κατάσταση•
-ое благосостояние народа η ευημερία του λαού•
-ая помощь υλική βοήθεια•
-ая обеспеченность υλική εξασφάλιση•
-ые условия οι υλικές συνθήκες•
испытывать -ые затруднения δοκιμάζω οικονομικές δυσχέρειες•
-ая часть τμήμα υλικού.
|| (φιλοσ.) της αντικειμενικής ύπαρξης της ύλης•материальный мир ο υλικός κόσμος.
-
10 жилищный
επ.της κατοικίας•-ое строительство οικοδόμιση κατοικιών, χτίσιμο σπιτιών•
жилищный фонт κεφάλαιο (κονδύλιο) οικοδόμισης κατοικιών•
-ые условия συνθήκες στέγασης•
жилищный вопрос ζήτημα στέγασης.
|| του οικισμού.